- χρυσοκολλος
- χρυσόκολλοςχρῡσόκολλος2
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χρυσόκολλος — ον, Α χρυσόδετος («κώπην χρυσόκολλον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. ὀστεό κολλος] … Dictionary of Greek
χρυσόκολλον — χρυσόκολλος soldered masc/fem acc sg χρυσόκολλος soldered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόλλου — χρυσόκολλος soldered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόλλους — χρυσόκολλος soldered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόκολλα — χρυσόκολλος soldered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
χρυσοκόλληση — η, Ν 1. συγκόλληση με χρυσό 2. κράμα χρυσού για συγκολλήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χρυσόκολλος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρυσοκολλώ] … Dictionary of Greek
χρυσοκόλλητος — η, ο / χρυσοκόλλητος, ον, ΝΜΑ, και χρυσεοκόλλητος Α χρυσοποίκιλτος, χρυσοστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσόκολλος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρυσοκολλῶ] … Dictionary of Greek